καταληπτήρ

καταληπτήρ
καταληπτήρ
strap for holding fast
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταληπτήρ — καταληπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] 1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι 2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος τού στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες 3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”